ακρογεφύρωμα

ακρογεφύρωμα
το
-ματος, ο τοίχος υποστήριξης στις άκριες της γέφυρας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακρογεφύρωμα — το τοίχος που βρίσκεται στις άκρες γέφυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + γεφύρωμα] …   Dictionary of Greek

  • ακρότοιχος — ο το ακρογεφύρωμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + τοίχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”